- μπούρλος
- μποῡρλος, ὁ, και μποῡρλο, τὸ (Μ)1. στουπί2. μτφ. μπουκιά και γενικά κάτι που έχει σχήμα μικρής σφαίρας.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ιδιωματικό burla < λατ. burrula «στουπί-σφαιρικό αντικείμενο»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.